Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Σχολή Τυφλών Θεσσαλονίκης. "Απόψε τρώμε... στο σκοτάδι"

Μια ξεχωριστή εμπειρία θα ζήσουν όσοι παραβρεθούν στα «άφωτα δείπνα» που διοργανώνει το Ίδρυμα Προστασίας Τυφλών της Θεσσαλονίκης στις 4-5 Δεκέμβρη. Η Σχολή Τυφλών θα μεταμορφωθεί σε ένα «σκοτεινό» εστιατόριο, στο οποίο δεν θα υπάρχει ίχνος φωτός. Ο στόχος είναι να φωτιστεί η συνείδηση των βλέποντων «πελατών» ως προς τις δυνατότητες των ατόμων με προβλήματα όρασης. Για την ιδιαίτερη αυτή εκδήλωση μίλησε στο tvxs η διευθύντρια του Ιδρύματος, Μ. Μαυροπούλου.


Συνέντευξη στη Δέσποινα Γερασιμίδου

Η Σχολή Τυφλών μετατρέπεται σε εστιατόριο για δύο μέρες;
Ναι, ακριβώς. Οργανώνουμε για το Σάββατο και την Κυριακή, 4 και 5 Δεκεμβρίου μία εκδήλωση που την έχουμε ονομάσει «Άφωτο δείπνο - απόψε τρώμε στο σκοτάδι». Κάνουμε πειραματικά και για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη λειτουργία του γνωστού σε παγκόσμιο επίπεδο «dinner in the dark». Αυτό το δείπνο στο σκοτάδι σχετίζεται με την ανάπτυξη της γευσιγνωσίας σε ένα απόλυτα σκοτεινό περιβάλλον, την εξοικείωση με την τυφλότητα και τη συνειδητοποίηση, ότι οι μερικώς βλέποντες ή ολικά τυφλοί μπορούν εφάμιλλα και ισότιμα με μας να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δραστηριότητα αυτού του είδους.


Τα τυφλά παιδιά θα συμμετέχουν ενεργά σε όλη αυτή τη διαδικασία;
Βεβαίως. Αυτά θα υποδεχτούν τους καλεσμένους, θα τους πάρουν παραγγελία και θα τους σερβίρουν ένα πλήρες gourmet γεύμα μαγειρεμένο από τους σεφ του Ginger Oil. Ουσιαστικά θα αντιστραφούν οι ρόλοι και για δύο βράδια οι ίδιοι οι τυφλοί θα κάνουν τους τεχνικούς συνοδείας σε βλέποντες. Κι αυτό είναι ένα από τα πράγματα που ευελπιστούμε να μείνουν στους ανθρώπους που θα συμμετάσχουν στην εκδήλωση. Εκτός από το γευστικό και διασκεδαστικό κομμάτι, θέλουμε μέσα από την βιωματική εμπειρία να γνωρίσει ο κόσμος, πώς προσεγγίζει καλύτερα έναν άνθρωπο με πρόβλημα όρασης, πώς τον πιάνει, τι του λέει κλπ. Και τις περισσότερες φορές μαθαίνουμε καλύτερα, όταν περνάμε κι εμείς μέσα από αυτή τη διαδικασία.
Στο τέλος της κάθε βραδιάς θα τους οδηγήσουν έξω, όπου θα τους προτρέψουν να μοιραστούν, όσοι θέλουν, τις εμπειρίες τους, σαν ένα είδος ανταλλαγής αυτής της βιωματικής εμπειρίας και των συναισθημάτων που τους δημιούργησε αυτή και να γράψουν τις εντυπώσεις τους στο βιβλίο εντυπώσεων. Οι καλεσμένοι μας δε θα φύγουν με άδεια χέρια από αυτή την ξεχωριστή βραδιά στη Σχολή Τυφλών. Θα κρατάνε στα χέρια τους ένα δίπλωμα συμμετοχής, καθώς και το αλφάβητο Braille. Είναι πολύ σημαντικό για μας να διαδώσουμε το αλφάβητο αυτό, το οποίο θεωρούμε, ότι έχει μεγάλο ενδιαφέρον πολιτισμικά, γιατί αποτελεί έναν άλλο τρόπο επικοινωνίας, ένα άλλο κανάλι επικοινωνίας.


Ένας τυφλός πόσο ανεπτυγμένη έχει την αίσθηση της γεύσης;
Εξ αντανακλάσεως της έλλειψης της αίσθησης της όρασης, έχει πολύ έντονα ανεπτυγμένες όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις. Μπορεί όχι ισάξια, αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό σίγουρα αναπτύσσεται πάρα πολύ η ακοή, η οποία τους βοηθάει στον προσανατολισμό. Αυτό μάλιστα θα δουλευτεί πολύ και με τους βλέποντες που θα είναι στο απόλυτο σκοτάδι, γιατί ουσιαστικά η μόνη τους επαφή με το σερβιτόρο θα είναι ο θόρυβος, η ομιλία, οι ήχοι και η ψηλάφηση που θα κάνουν πάνω στο τραπέζι, η ακοή δηλαδή και η αφή.
Πάντως ο τυφλός σε κάθε περίπτωση έχει πολύ πιο έντονη τη αίσθηση της γεύσης απ’ ότι έχουν οι βλέποντες πολύ απλά, γιατί δεν έχει καμία «αίσθηση» του πως είναι εξωτερικά αυτό, το οποίο τρώει. Το φαντάζεται όμως μέσα στο μυαλό του σαν σχήμα, πολλές φορές συνδυάζει τις διάφορες γεύσεις μεταξύ τους ή δίνει συναίσθημα στις γεύσεις, πράγματα που συνήθως οι βλέποντες δεν τα κάνουμε. Ένας τυφλός, για παράδειγμα, μπορεί να συνδυάζει ένα ξινό ή ένα γλυκό φαγητό με την ευφορία ή την ψυχική ανάταση, κάτι το οποίο σε μας περνάει συνήθως απαρατήρητο μέσα στην καθημερινότητα και μόνο, όταν βρεθούμε σ’ ένα πάρα πολύ ωραίο, ρομαντικό ίσως περιβάλλον, θα πούμε στο τέλος «τι ωραία πέρασα απόψε».

Δηλαδή εγώ… στο περίπου θα κόψω το κρέας;
Ναι... και στο κάτω κάτω μπορεί ο οποιοσδήποτε ανά πάσα στιγμή να αφήσει το μαχαιροπίρουνο στην άκρη και να δοκιμάσει να φάει με τα χέρια... δε θα είναι ορατό από κανέναν. Πολλές φορές μέσα στο σκοτάδι απελευθερωνόμαστε.

Και από πού προέκυψε αυτή η ιδέα;
Λένε, ότι προέκυψε από κάποιον Αμερικάνο τυφλό, ο οποίος καλούσε κάθε Κυριακή σε ανάλογες συνθήκες τους οικείους του για να τους κάνει τον τραπέζι και να τους μυήσει στο απόλυτο σκοτάδι, στον δικό του δηλαδή κόσμο, τον κόσμο της τυφλότητας. Έτσι μπόρεσαν εκείνοι να τον καταλάβουν καλύτερα. Αυτή η ιδέα αναπτύχθηκε αργότερα επιχειρηματικά. Την τελευταία δεκαετία υπάρχει μία πολύ μεγάλη άνθιση τέτοιων εστιατορίων, τα οποία αποτελούν πλέον αλυσίδα και είναι γνωστά με την επωνυμία “Dinner in the Dark” ή “Dans le Noir” σε πρωτεύουσες, όπως η Νέα Υόρκη, η Μόσχα, η Μπανγκόγκ, το Παρίσι, το Βερολίνο, το Λονδίνο κ.ά.

Ευελπιστείτε να το συνεχίσετε;
Ναι, όσο αφορά στην απασχόληση των παιδιών θέλουμε να μπει σε μηνιαία βάση. Είναι και ένα καλό έσοδο για να γίνουν κάποιες ανακατασκευές του οικοτροφείου ή να αγοραστούν διάφορα εξαρτήματα βοηθητικά για την καθημερινότητα των παιδιών. Αλλά γιατί όχι να δούμε και την προοπτική επαγγελματικής αποκατάστασης και διεξόδου κάποιων παιδιών που τους αρέσει η μαζική εστίαση και θα μπορούσαν να το κάνουν επαγγελματικά; Και στα παραδείγματα του εξωτερικού, που ανέφερα πριν, εργάζονται τυφλά παιδιά και πληρώνονται κανονικά και ισότιμα με τους βλέποντες.

Δηλαδή αποκλείεται να δουλέψει σε ένα τέτοιο μέρος ένας άνθρωπος με όραση;
Όχι, δεν αποκλείεται. Μπορούν να δουλέψουν βλέποντες, φορώντας ειδικές κάμερες που μπορούν να διακρίνουν στο σκοτάδι, αλλά συνήθως προτιμώνται τυφλά άτομα και μάλιστα ολικά τυφλά άτομα, γιατί είναι πολύ πιο εξοικειωμένα με το χώρο και όλα αυτά, τα οποία συνεπάγονται το απόλυτο σκοτάδι.

Θα "πέσει" πολύ… άγγιγμα και λέρωμα (γέλια). Πρέπει να φέρουμε κάτι μαζί μας;
Όχι. Την καλή σας διάθεση. Για όλα τα υπόλοιπα θα φροντίσουμε εμείς. Θα δώσουμε εμείς ό,τι χρειάζεται για να μη λερωθείτε, θα έχουμε πάρα πολλές πετσέτες και τα παιδιά θα είναι εκεί συνέχεια για να βοηθούν.

Info
Ώρα προσέλευσης 20:00
Διεύθυνση Βασιλίσσης Όλγας 32
Τηλ. επικοινωνίας 2310-830095

Για να δείτε το άρθρο, όπως δημοσιεύτηκε στο tvxs πατήστε εδώ.

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

"To Lose Lautrec", στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης.



Εμείς είδαμε την παράσταση από την πλευρά... της μουσικής!
της Δέσποινας Γερασιμίδου


  Στην εξαιρετική αυτή παράσταση χαρίζουν τις μουσικές τους, live επί σκηνής, οι δύο μουσικοί του σχήματος ‘Sancho 003’. Ο Φώτης Σιώτας στο βιολί, τη βιόλα και το synthesizer και ο Κώστας Παντελής στις κιθάρες καταφέρνουν να βγάλουν ένα μοναδικό αποτέλεσμα. Μία μοναδική μουσική σύνθεση που έρχεται να παρασύρει με την ατμοσφαιρικότητά της τις ερμηνείες των χορευτών και όλα αυτά εσκεμμένα για να παρασύρουν τους θεατές σε ένα ταξίδι στην περίφημη ‘belle epoque’ του Τουλούζ Λωτρέκ, ένα ταξίδι που στις μέρες μας όλοι χρειαζόμαστε και αναζητούμε…

Συνέντευξη με τον Φώτη και τον Κώστα από το μουσικό σχήμα ‘Sancho 003’

Είστε και οι δύο από τη Θεσσαλονίκη;
Ναι και γνωριζόμαστε από το 1996 περίπου. Ο Κώστας έπαιζε με το συγκρότημα «Πίσσα και Πούπουλα» και μετά με τα «Ξύλινα σπαθιά», εγώ (Φώτης) με τους «Ποδηλάτες» και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Πιο πολλή παρέα αρχίσαμε να κάνουμε, από τότε που δούλευα εγώ (Φώτης) σε ένα ρεμπετάδικο στην Παπάφη, την «Όμορφη Νύχτα» -δεν υπάρχει σήμερα- και το σπίτι του Κώστα ήταν ακριβώς από πίσω… Από τότε λέγαμε, ότι θέλαμε να παίξουμε μαζί, πιο πολύ σαν παρέα, ξέρεις… Μετά που έτυχε να κατέβουμε κι οι δύο στην Αθήνα, το επιχειρήσαμε τελικά.. Το σχήμα μας υπάρχει από το Μάιο του 2007.

… και ονομάζεται Sancho 003. Από τον… Sancho Panza?
Ναι, η ιδέα είναι από τον Δον Κιχώτη. Είπαμε να ονομάσουμε το σχήμα μας Sancho, επειδή μας αρέσει και στους δύο μέσα στο βιβλίο ο χαρακτήρας του Sancho Panza. Είναι πολύ αγαπητός και συμβολίζει διάφορα πράγματα, όπως συντροφικότητα και ανιδιοτελή αγάπη.

Και το 003;
Αυτό προέκυψε κατά τύχη. Όταν κάναμε μία από τις πρώτες μας συναυλίες στην Καστοριά, στείλαμε στους διοργανωτές της βραδιάς κάποια αρχεία με φωτογραφίες που είχαν τα ονόματα 001, 002, 003, … αυτά που μπαίνουν δίπλα στο jpeg. Στην αφίσα τελικά εκτυπώθηκε το Sancho μαζί με το 003, αλλά εμάς μας άρεσε και είπαμε να το κρατήσουμε (γέλια).

Πώς θα χαρακτηρίζατε το είδος της μουσικής που παίζετε;
Είναι δύσκολο να το πει αυτό κανείς στις μέρες μας, που η μουσική έχει τόσο εξελιχθεί και τα είδη και οι άνθρωποι μπλέκονται και βγάζουν πολλές φορές κάτι ξεχωριστό.. Τα όρια δεν είναι τόσο αυστηρά, όσο παλιά.. Θα μπορούσαμε πάντως να πούμε, ότι παίζουμε γενικά ηλεκτρακουστική μουσική, η οποία έχει όμως αρκετές πτυχές, είναι και μελωδική και ατμοσφαιρική.

Σήμερα είναι λες και η ηλεκτρονική μουσική ή, ακριβολογώντας, ο ηλεκτρονικός ήχος πάντα υπήρχε και πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτόν. Το νιώθετε εσείς αυτό;
Εντάξει, εμείς, δεν μπορούμε να πούμε, ότι είμαστε παιδιά της ηλεκτρονικής μουσικής. Πιο πολύ σε ροκ μπάντες παίζαμε. Κάπως έτσι εξελίσσονται όμως τα πράγματα, με τον ηλεκτρονικό ήχο να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το στοιχείο όμως που χαρακτηρίζει ουσιαστικά τη δική μας μπάντα είναι, ότι μπορεί να παίζουμε με λούπες, αλλά όλα γίνονται σε πραγματικό χρόνο, real time. Δεν υπάρχουν μαγνητοφωνημένα πράγματα, ούτε υπάρχει κάποιο laptop που να παίζει «μπίτια» για να παίζουμε εμείς από πάνω. Έχουμε ένα δίπολο, κάποια κομμάτια στηρίζονται σε λούπες που τις στήνουμε όμως εκείνη την ώρα, και κάποια είναι πιο ελεύθερα, τα παίζουμε δηλαδή χωρίς λούπες.

Ο καινούριος σας δίσκος έχει τον τίτλο ‘We buy gold’; Μη μου πείτε, ότι κι αυτό το είδατε κάπου, σας άρεσε και το βάλατε…
Όχι.. αυτό είναι από αυτά τα μαγαζάκια που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο, συνήθως σε κακόφημες περιοχές και μπορείς να δώσεις το χρυσό σου ρολόι ή οτιδήποτε πολύτιμο και να πάρεις ρευστό… Είναι χιουμοριστικός και σαρκαστικός ο τίτλος του δίσκου για όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Γι’ αυτό και στο εξώφυλλο απεικονίζεται μια αντλία βενζίνης, ενώ στο εσώφυλλο υπάρχει μία φωτογραφία από ενεχυροδανειστήριο…

Πλέον όμως στις μέρες μας, όταν αγοράζεις έναν δίσκο, είναι πραγματικά σαν να αγοράζεις χρυσό… έχει καταντήσει δηλαδή να θεωρείται είδος πολυτελείας… Πώς βλέπετε τις εξελίξεις στη μουσική βιομηχανία;
Στην Ελλάδα οι δισκογραφικές έχουν χάσει πλέον τη δύναμη τους. Ο χρυσός δίσκος έχει πάει πλέον στις 6.000, ενώ 5 χρόνια πριν ήταν στις 30.000. Οι δισκογραφικές κάνουν απεγνωσμένες κινήσεις που κάνει ο πνιγμένος, λίγο πριν πνιγεί. Μόνο η τηλεόραση το συντηρεί αυτό το πράγμα πλέον. Και κάποιες μικρές εταιρίες, που είναι προσπάθειες μερακλήδων, φιλόμουσων που έχουν μικρά label, κάνουν μικρά πράγματα, αλλά δουλεύουν νοικοκυρεμένα.

Και όλη αυτή την επανάσταση βέβαια στη μουσική βιομηχανία έφερε το Myspace και ακολούθησαν όλα τα υπόλοιπα social media, τα οποία έχoυν ουσιαστικά αντικαταστήσει μεγάλο μέρος της δουλειάς που πατροπαράδοτα έκαναν οι δισκογραφικές. Εσάς ποια είναι η στάση σας σε όλο αυτό το παιχνίδι; Παίρνετε μέρος;
Είναι αλήθεια, ότι σήμερα ο κόσμος που θέλει να ακούσει μουσική και να γνωρίσει ένα σχήμα θα μπει στο myspace. Εντάξει παίρνουμε μέρος, όσο μπορούμε. Myspace έχουμε. Το κάναμε, αμέσως αφού ξεκινήσαμε να παίζουμε μαζί και εκεί μπορεί ν’ ακούσει κανείς κάποια κομμάτια από τον πρώτο μας δίσκο. Κατά τα άλλα όμως είναι αρκετά ανενημέρωτο το προφίλ μας, δεν έχουμε βάλει για παράδειγμα όλες αυτές τις παραστάσεις, για τις οποίες έχουμε γράψει μουσική… Είμαστε μεγάλα παρτάλια (γέλια). Και, απ’ ότι καταλαβαίνεις, προφίλ στο facebook δεν έχουμε. Ούτε σαν σχήμα, ούτε οι ίδιοι προσωπικά. Είναι ένα πράγμα που πρέπει συνέχεια να μπαίνεις. Δεν έχουμε τόσο χρόνο να διαθέσουμε και προτιμούμε να ασχολούμαστε με άλλα πράγματα απ’ το να μπαίνουμε στο facebook.. Και τελικά είναι τόσο ωραίο να παίρνεις τηλέφωνο τους φίλους σου και να τους συναντάς.

Ναι, αλλά σήμερα με τα social media μπορείς να ταξιδεύεις τη μουσική σου ανά τον κόσμο, χωρίς να πρέπει να δίνεις το παρόν κάθε φορά, πράγμα που σε δύσκολες εποχές είναι σχετικά δύσκολο…
Αυτό γενικά ισχύει. Ωστόσο στη δική μας περίπτωση τα πράγματα είναι πιο εύκολα, λόγω και της ιδιομορφίας του σχήματός μας. Είμαστε μόνο δύο άτομα και μπορούμε εύκολα να κουβαλήσουμε τον εξοπλισμό μας –τα όργανα και τους ενισχυτές-. Έτσι ούτε θέλει πολύ οργάνωση, ούτε κοστίζει τόσο πολύ να δίνουμε συναυλίες εδώ κι εκεί. Αυτό ήταν κι ευκαιρία για να κάνουμε γύρω στις 40 συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο. Κάπως έτσι ευελπιστούμε να λειτουργήσει και για το εξωτερικό. Θέλουμε να ταξιδέψουμε με τη μουσική μας σε διάφορες μικρές πόλεις και φεστιβάλ του εξωτερικού που υποστηρίζουν αυτού του είδους τη μουσική, είτε σαν support είτε σαν κύρια εμφάνιση. Γι’ αυτό και ο δεύτερος δίσκος που θα γράψουμε τώρα μετά τις παραστάσεις στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, θα κυκλοφορήσει από μία Βέλγικη εταιρία, την Conspiracy Records, η οποία συνεργάζεται με διάφορες μπάντες στην Ευρώπη κι έτσι υπάρχει η προοπτική, βγάζοντας τον δίσκο να πάμε σε διάφορα μικρά μέρη του εξωτερικού.


Για τα εγχώρια και για λίγες ακόμη παραστάσεις, μπορείτε να απολαύσετε τη μουσική του σχήματος “Sancho 003” στην παράσταση «To Lose Lautrec» στο Βασιλικό Θέατρο, μέχρι και τις 5 Δεκεμβρίου.
Για όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες της μπάντας, εγχώριες και μη, μπορείτε να ενημερώνεστε από το προφίλ στο Myspace, το οποίο ελπίζουμε να ενημερώνουν συχνά πυκνά…
Εμείς δεν έχουμε, παρά να ευχηθούμε καλό ταξίδι στις μουσικές του σχήματος!

Info 
http://www.myspace.com/sancho003

                                                                                                                                  Δέσποινα Γερασιμίδου

Για να διαβάσετε το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στον Rockarolla, πατήστε εδώ.

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

To... Lose Lautrec, στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης


Στο Βασιλικό Θέατρο έχω συνηθίσει να μπαίνω από την πλευρά του δρόμου, της Λεωφόρου Νίκης... Αυτή τη φορά όμως μπήκα από την πλευρά της θάλασσας, τρύπωσα στα καμαρίνια και παρακολούθησα λίγο από τις πρόβες για την παράσταση “To Lose Lautrec”. Σε ένα από τα καμαρίνια και κατά τη διάρκεια της πρόβας, καταφέραμε να κάνουμε με το χορογράφο και χορευτή Δημήτρη Σωτηρίου μία πολύ όμορφη κουβεντούλα γύρω από την παράσταση, αλλά και την χορευτική ομάδα Sinequanon, της οποίας είναι ο ίδιος ένα από τα ιδρυτικά μέλη.

Συνέντευξη στη Δέσποινα Γερασιμίδου



Τι εστί Sinequanon;
Κολεκτίβα που... φέτος ενηλικιώθηκε. Μία ομάδα από επαγγελματίες χορευτές που ανεβάζουμε κατά περιόδους διάφορες παραστάσεις.
Τώρα βρίσκεστε στη Θεσσαλονίκη ενόψει της συνεργασίας σας με το ΚΘΒΕ και της χοροθεατρικής παράστασης στο Βασιλικό Θέατρο με τίτλο “To Lose Lautrec”.
Γιατί αυτό το λογοπαίγνιο; Γιατί να τον χάσουμε, λοιπόν;
Για να τον ξαναβρούμε.
Απαρνιόμαστε δηλαδή ό,τι ξέρουμε για τον Λωτρέκ και βλέπουμε κάτι διαφορετικό;
Αυτό το λογοπαίγνιο με το όνομά του εξαπλώνεται παντού. Όχι μόνο στον Λωτρέκ, αλλά γυρίζει και πίσω σε μας. Να χάσουμε δηλαδή την ταυτότητά μας και να την ξαναβρούμε. Είναι και κάπως σαν ένα κοινωνικό σχόλιο ως προς τις μάσκες που φοράμε εμείς οι άνθρωποι, αλλά και μια προτροπή να βγάλουμε αυτά τα προσωπεία. Άλλωστε και στα καμπαρέ που σύχναζε ο Λωτρέκ, αυτό το πράγμα γινόταν. Μαζεύονταν από ευυπόληπτοι πολίτες μέχρι περιθωριακοί και περνούσαν ωραία, ελεύθερα και χωρίς μάσκες.
Ο Λωτρέκ μπορεί να σύχναζε στα καμπαρέ που έβγαζαν οι άνθρωποι τις μάσκες τους και να ζούσε στη λεγόμενη “belle epoque”... Ωστόσο σήμερα όχι μόνο δύσκολα βγάζουμε τις μάσκες μας εμείς οι άνθρωποι, αλλά ούτε και “belle” θα χαρακτηρίζαμε την εποχή μας.
Είναι πραγματικά οξύμωρο. Όμως... καθόλου ωραία από τη μία, αλλά από την άλλη σε περιόδους κρίσης βρίσκουμε αυτό που έχουμε χάσει, δηλαδή την αλληλεγγύη μας, το να κοιταζόμαστε ξανά στα μάτια. Ουσιαστικά είναι αυτό που θέλει να δώσει και το έργο. Να χάσουμε δηλαδή το βλέμμα μας για να ξαναβρούμε μια νέα και φρέσκια ματιά στα πράγματα και τους ανθρώπους.
Πάντως αποτέλεσμα αυτής της όχι και τόσο “belle epoque”, στην οποία ζούμε, είναι να προτιμούνται τα έργα που έχουν ήδη παιχτεί και άρα έχουν ήδη γίνει οι πρόβες, τα κουστούμια και τα σκηνικά. Στην περίπτωσή σάς “χτύπησε” κάπου αυτή η όχι και τόσο ωραία εποχή;
Λόγω της οικονομικής κρίσης έχουμε κάνει ανακύκλωση σκηνικών και κουστουμιών από το βεστιάριο του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος που είναι πλούσιο και έχει πραγματικούς θησαυρούς, κάτι κεντήματα στο χέρι δεκαετίας '50, τα οποία δύσκολα γίνονται σήμερα, γιατί θέλουν πληρωμή για 100 ώρες δουλειάς. Η Κωνσταντίνα βέβαια που ασχολείται με τα κουστούμια -είναι μια “μέλισσα”- και ο Ρίτσαρντ Άντονυ που ασχολείται με τα σκηνικά, τα κουστούμια και τα φώτα προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν όσα για χρόνια δε χρησιμοποιούνταν.
Και… ενώ κάνετε εσείς τις πρόβες σας στο Βασιλικό, λίγα τετράγωνα μακριά, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών στεγάζεται η μεγάλη έκθεση του Τουλούζ Λωτρέκ με πάνω από 170 έργα του. Ποιο διαδέχτηκε ποιο και πόσο βοηθητική είναι η ύπαρξη της έκθεσης στην ίδια πόλη;
Πρώτα ήρθε η έκθεση και μετά εμείς. Το Τελλόγλειο τα είχε ήδη όλα κανονισμένα και μετά μας έκανε ο Σωτήρης Χατζάκης ανοιχτή πρόταση να αναλάβουμε το χοροθέατρο. Εμείς με το που ακούσαμε βέβαια Τουλούζ Λωτρέκ, καρφωθήκαμε. Η ύπαρξη της έκθεσης είναι κάτι πολύ ενθαρρυντικό για μας, καθώς έχει δημιουργήσει όλο αυτό το κλίμα στην πόλη. Αλλά και οι πίνακές του αποτελούν για μας πηγή έμπνευσης, όπως για παράδειγμα το ημιτελές του, γιατί έπρεπε γρήγορα να ζωγραφίσει τις κινήσεις των χορευτριών του καμπαρέ. Αυτές οι γρήγορες γραμμές του κι αυτή η διαφάνεια που έχουν τα σώματά του στην κίνηση είναι για μας πηγή έμπνευσης για να μπορέσουμε κι εμείς να ξεφύγουμε τελείως από το ρεαλισμό και την πύκνωση της κίνησης.
Και... τα επόμενα σχέδια της Sinequanon;
Ως προς τη συγκεκριμένη παράσταση, “To Lose Lautrec”, υπάρχει μια προοπτική να εμφανιστούμε το Γενάρη μέσα στην έκθεση, στο Τελλόγλειο. Γενικότερα όμως το επόμενο σχέδιο της ομάδας είναι... η αποκέντρωση. Υπάρχει ένα παλιό σχολείο σε ένα χωριό της Δράμας, την Καλλιθέα. Ονειρευόμαστε να κάνουμε στον δεύτερο όροφο του σχολείου έναν χώρο, όπου να εργαζόμαστε εμείς μερικούς μήνες το χρόνο και τους υπόλοιπους μήνες να φιλοξενούνται άλλες ομάδες χορού ή και άλλων τεχνών. Είναι ένα όνειρο που θέλει πολλή δουλειά για να πραγματοποιηθεί, αλλά ευελπιστούμε να τα καταφέρουμε. Το σχολείο είναι ένα παλιό κτίριο του 1890, το οποίο έχει εγκαταλειφθεί, γιατί το χωριό δεν έχει πια παιδιά. Στον πρώτο όροφο οι ντόπιοι έχουν κάνει τον πολιτιστικό σύλλογο. Εμάς μας παραχωρούνε τον δεύτερο όροφο που είναι ένας χώρος με υπέροχες αίθουσες, ξύλινα πατώματα και παράθυρα που βλέπουν στο βουνό. Τον χώρο τον γνωρίζουμε, γιατί εκεί κάναμε το καλοκαίρι τις τελευταίες πρόβες μας για την παράσταση “...Ένα ακόμα και φύγαμε...” που ανεβάσαμε στην Καβάλα, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Φιλλίπων.
Τι θα συμβουλεύατε ένα νέο παιδί που σε αυτή την εποχή που ζούμε θέλει να γίνει χορευτής ή χορεύτρια; Να το κάνει καταρχήν;
Να το κάνει, αλλά να το κάνει με την καρδιά του.
Στην Αθήνα ή αλλού; Και μάλλον... στην Ελλάδα ή αλλού;
Παντού! Ευκαιρίες υπάρχουν παντού και πάντα. Νομίζω εμείς με τους άλλους ανθρώπους φτιάχνουμε το περιβάλλον μας. Δεν είναι κάτι δεδομένο που μας φοριέται αυτό. Είναι, νομίζω, ιδιότητα του νευρικού συστήματος του ανθρώπου, το να φτιάχνει κόσμους.

* Δείτε στο βίντεο μερικά πλάνα από τις πρόβες για την παράσταση “To Lose Lautrec”, η οποία συνεχίζεται για 5 ακόμη βραδιές, 1-5 Δεκεμβρίου του 2010 στο Βασιλικό Θέατρο.
Βασιλικό Θέατρο, Τηλ. Κρατήσεων: 2310 288000
Εισιτήρια
Κανονικό: Πλατεία-Θεωρεία: 20€,
Εξώστης: 15€
Φοιτητικό/Πολυτέκνων: Πλατεία- Θεωρεία: 12€, Εξώστης: 10€
Ομαδικό/ Κάτοχοι κάρτας ΥΠΠΟΤ, ΑΠΘ, ΠΑΜΑΚ, ΟΛΜΕ: Πλατεία- Θεωρεία: 15€, Εξώστης:12€


Κείμενο, Βίντεο και επεξεργασία βίντεο - Δέσποινα Γερασιμίδου



Για να διαβάσετε το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στο tvxs πατήστε εδώ.

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Γνωρίστε τις Berlin Brides περίπου ένα μήνα πριν την παρουσίαση του πρώτου τους δίσκου, "Modern Celibacy" στο Metropolis, στην Αθήνα.




Ο Σεπτέμβρης του 2010 βρήκε τις Berlin Brides στο Indie Week του Τορόντο να γιορτάζουν πανηγυρικά την επέτειο των τριών χρόνων τους. Και ενώ αυτές στην άλλη άκρη του Ατλαντικού έκαναν το πεντηκοστό τους live και γιόρταζαν τα 3 χρόνια ύπαρξής τους, πίσω στην Αθήνα τυπωνόταν ο καινούριος τους δίσκος, ‘Modern Celibacy’. Good to know - ο δίσκος κυκλοφορεί και σε 12ιντσο βινύλιο!


Ο Rockarolla πάντως τις βρήκε μια μέρα μετά την επιστροφή τους από το Τορόντο με τις παρενέργειες του jet lag να κάνουν ακόμα αισθητή την παρουσία τους, όχι τόσο έντονα όμως, ώστε να γίνουν αιτία να χαθεί η απίστευτη ενέργεια και ζεστασιά αυτών των κοριτσιών.





Στο Indie-Week του Τορόντο πώς λάβατε μέρος;

Κάναμε μια αίτηση στο φεστιβάλ, άκουσαν τα κομμάτια μας και μας επέλεξαν…

Και πώς ήταν;

Μ+Ν: Πολύ ωραία, αλλά το κλίμα ήταν γενικώς πολύ κιθαριστικό. Ξέρεις... μουσικές τύπου Nirvana, Pearl Jam, Country.. Όλες οι μπάντες όμως ήταν στο ίδιο στυλ με μας, από ανεξάρτητες εταιρίες και γνωστές όσο εμείς στην Ελλάδα.

Πέρα από το ind(i)e-pendent όμως ξέρω, ότι σας αρέσει και ο ινδικός κινηματογράφος…

Ναι, και εκτός από αυτό μας αρέσει πάρα πολύ και το ινδικό φαγητό. Λάτρεις, λοιπόν, όχι των πολυεθνικών εταιριών, αλλά σίγουρα των «πολυεθνικών» κουζινών και πολιτισμών. (γέλια)

Πόσο θάρρος χρειάζεται για να μπεις στη μουσική βιομηχανία σε μια τέτοια εποχή;

Μ+Ν: Μάλλον τρέλα χρειάζεται... και σίγουρα να το θέλεις πολύ. Και άγνοια κινδύνου… Δεν το αντιμετωπίσαμε ποτέ σαν πρόβλημα με την έννοια, ότι από την αρχή θέλαμε να το κάνουμε πάρα πολύ και δεν ήταν σκοπός μας να βγάλουμε χρήματα από αυτό. Είχε η καθεμία τη δουλειά της και αυτό το κάναμε παράλληλα, ακριβώς επειδή το θέλαμε. Οπότε ξεκινώντας έτσι, δεν είχαμε κάτι να χάσουμε, γι' αυτό και το επιχειρήσαμε.

Από πότε ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια της μουσικής για την καθεμία; 

Μ: Με τη μουσική ασχολούμαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Στο Ναύπλιο, όπου γεννήθηκα και πέρασα τα εφηβικά μου χρόνια, έπαιζα σε διάφορες μουσικές μπάντες, δεν είχα ωστόσο την πολυτέλεια να βλέπω πολλά μουσικά δρώμενα. Οι ορίζοντες μου άνοιξαν, όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο και ήρθα στην Αθήνα.

Ν: Με τη μουσική ασχολούμαι από τα 7 μου χρόνια και θυμάμαι, ότι μου άρεζε πάρα πολύ ως παιδί να απασχολούμαι με αυτό. Μετά το λύκειο έπαιζα σε διάφορα συγκροτήματα στην Αθήνα, με ένα από τα οποία μάλιστα είχαμε πάει και σε ένα φεστιβάλ στη Μαγιόρκα και είχαμε βγάλει και δίσκο. Όταν έφυγα στην Αγγλία, σταμάτησα να ασχολούμαι ενεργά και ξανάρχισα, όταν αργότερα πήγα στην Αμερική, όπου έκανα μαθήματα μουσικής και φωνητικής, κυρίως jazz και Brazilian jazz. Ουσιαστικά όμως αποφάσισα να ασχοληθώ ‘full time’ πριν από 3 χρόνια με το συγκρότημα αυτό.

Tι ακούγατε ως έφηβες; Έχετε κοινά μουσικά ακούσματα;

Μ: Καμία σχέση! (γέλια) Εγώ μικρή άκουγα πάρα πολύ έντεχνο ελληνικό, λάτρευα το Μάνο Χατζηδάκη. Αλλά άκουγα και πολύ ξένη μουσική, Cranberries, PJ Harvey, Peaches, Lady Trone, (μου δείχνει την μπλούζα της κι εγώ διαβάζω) Yeah Yeah Yeahs, Electro Class. Γενικά ηλεκτρονική σκηνή και φυσικά του Βερολίνου, που ήταν και το πρώτο πράγμα που συζητήσαμε με τη Νατάσα, όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά. Εξού και το όνομα… ‘Berlin Brides’… πέρα του ότι αυτή την πόλη τη λατρεύουμε κι οι δύο.

Ν: Εγώ πάλι δεν έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου ελληνική μουσική, ούτε έντεχνο ποτέ, εκτός από κάποια ελληνικά τραγούδια που άκουγαν οι γονείς μου… Άκουγα πολύ Sonic Youth, PJ Harvey, Pulp, από ηλεκτρονική Portishead, Orbital, Underworld και από το 2000 κι έπειτα που ήμουν στο Λονδίνο ανακάλυψα την Electroclass, οπότε, νομίζω, από 'κει και πέρα ακούμε τα ίδια ακριβώς πράγματα με τη Μαριλένα. Το 2002 πήγα για πρώτη φορά στο Βερολίνο, όπου και είδα τους Stereo Total και γενικά όλο αυτό το ηλεκτρονικό “μπαμ” στο μουσικό στερέωμα με είχε συναρπάσει.

Και το 2007 τι ακριβώς έγινε τελικά στο Βερολίνο και προέκυψε το συγκρότημα; 

Ν: Το καλοκαίρι του 2007 εγώ ήμουν στο Βερολίνο και με παίρνει τηλέφωνο ένας κοινός μας φίλος, ο Μάριος Βισβίκης, ο οποίος ήθελε να κάνει δικό του συγκρότημα και φώναξε εμάς και τον ντράμερ που έχουμε τώρα, το Μανώλη Παπαδόπουλο. Στην πρώτη πρόβα που κάναμε όλοι μαζί διαπιστώσαμε, ότι με τη Μαριλένα ταιριάζουμε μουσικά. Ο Μανώλης μπήκε στρατό εκείνη την εποχή κι εδώ και κάποιους μήνες παίζει μαζί μας.

Μ: Κάναμε αμέσως την πρώτη μας πρόβα, το Σεπτέμβρη του 2007 και, ενώ η Νατάσα ήταν έτοιμη να την κάνει για Βερολίνο, τελικά την κράτησα στην Ελλάδα, κρατήσαμε και το όνομα της αγαπημένης μας πόλης στον τίτλο του συγκροτήματος και αρχίσαμε να οργανωνόμαστε. Το πρώτο μας live ήταν το Φεβρουάριο του 2008 που παίξαμε 4 κομμάτια στο Κ44 στη συναυλία κάποιων φίλων. Στη συνέχεια ανοίξαμε τους Flakes στο Kinky Kong και μετά συμμετείχαμε στο Velvet Festival στο BIOS, όπου κερδίσαμε το Velvet Prize (2009) που ήταν ουσιαστικά το “εισιτήριό” μας για το εξωτερικό.

και… “Brides” γιατί; 

Ν: Ξεκίνησε από μία φίλη στο Βερολίνο, η οποία με το που πάτησε το πόδι της σε αυτή την πόλη, βρήκε αμέσως φίλο. Κι έτσι, σκέφτηκα να ντύσω νύφες όλες μου τις φίλες που δεν είχαν εκείνη την περίοδο γκόμενο και να τις ξαμολήσω στο Βερολίνο. Αυτή την ιδέα ήθελα να την υλοποιήσω κάπως, αλλά δεν ήξερα πώς, ταινία να το έκανα, performance…;

Μ: … τελικά γίναμε εμείς οι νύφες και το κάναμε συγκρότημα! (γέλια)

Σε έναν από τους στίχους σας λέτε… “Jump into my car and I' ll take you for a ride”. 
Σήμερα δηλαδή η γυναίκα καλεί τον άντρα;

Ν: Ναι… Αυτό βέβαια είναι αμφίσημο. Σημαίνει και ‘θα σε πάω μια βόλτα’, αλλά και ‘θα σε πιάσω κορόιδο’... Η γυναίκα σήμερα είναι πιο δυναμική, όταν προσεγγίζει έναν άντρα. Κανείς δεν το παραδέχεται αυτό στην ελληνική κοινωνία. Ουσιαστικά μιλάμε για πράγματα που βιώνουμε όλοι καθημερινά, απλά δεν τα λέμε.

Και πώς το λαμβάνει ο κόσμος αυτό;

Μ: Πολύ καλά. Αυτό που μας έχει κουράσει όμως είναι ότι μας κατηγοριοποιούν στα γυναικεία συγκροτήματα. Στο εξωτερικό δε δίνουν σημασία στο τι φύλο έχει η μπάντα. Εδώ μας αντιμετωπίζουν πρώτα σα γυναίκες και όχι σαν μουσικούς.

Έχετε και κάτι από Guerilla Girls όμως…

Ν: Βέβαια. Όπως και όλη η σκηνή του Seattle και της Olympia με επηρέασαν εμένα πολύ σαν έφηβη, πράγμα που, νομίζω, βγαίνει και στους στίχους μου. Εντάξει, δεν καίμε και τα σουτιέν μας. Ούτε και αφήνουμε τρίχα στη μασχάλη (προσθέτει η Μαριλένα - γέλια). Μας αρέσει όμως να εκφράζουμε τη γυναικεία επιθυμία και σεξουαλικότητα. Εμένα μ' έχει απασχολήσει ιδιαίτερα το θέμα αυτό και στο παρελθόν. Πριν από πολλά χρόνια είχα κάνει μία performance που λεγόταν ‘My funny Valentine’ και είχε να κάνει με τον έρωτα. Και το 2004 είχα κάνει ένα δρώμενο που λεγόταν ‘Νύφες Γάλλοι’ - ‘Turkey Brides’. Είχα ντύσει 10 άντρες γαλοπούλες που βγήκαν στην Αθήνα κι έκαναν τις γαλοπούλες την παραμονή των Χριστουγέννων (γέλια). Πάντως όμως καλώς ή κακώς ο κόσμος στην Ελλάδα (!) το παίρνει έτσι. Αν βρισκόμασταν στο Portland ή στο Βερολίνο ο κόσμος δε θα εκλάμβανε τους στίχους μας ως καυστικούς.

Μ:  Εντάξει, δεν είμαστε και hardcore φεμινίστριες... Απλά κάνουμε αυτό που μας αρέσει...  Τώρα το αν σοκάρουν στην Ελλάδα οι στίχοι της Νατάσας, δε σημαίνει ότι το έκανε για να σοκάρουν. Αναγκαστικά βγαίνει το γυναικείο στοιχείο, αφού τους στίχους τους γράφει γυναίκα...

Το λέω, γιατί διακρίνω κάτι το οξύμωρο ή σαρκαστικό στους τίτλους που δίνετε... 
‘Berlin Brides’, ‘Modern Celibacy’, ‘Bikini Wax...

Μ: Είναι και το πάντρεμα όλων των διαφορετικών στυλ μουσικής που έχουμε κάνει σε αυτό το δίσκο. Συνδυάζουμε το garage με το pop, το hip hop με το electro, το punk με το synth-pop. Η αντίφαση της μουσικής μας επισφραγίζεται ακριβώς και στο αντιφατικό όνομα του συγκροτήματος και του δίσκου μας. Και αυτό βέβαια δεν το κάναμε επί τούτου. Βγήκε στην πορεία...

Ν: Όπως και η μουσική, έτσι και οι στίχοι βγήκαν στην πορεία. Παρόλ’ αυτά δεν υπάρχει ένα και μοναδικό μήνυμα που θέλουμε να περάσουμε. Όλα είναι ανοιχτά προς ερμηνεία για τον καθένα.

Πώς γίνεται όμως μια νύφη να τραγουδάει για τη ‘σύγχρονη αγαμία’; 
Ποια είναι η σύγχρονη αγαμία για σας;

Ν: ‘Celibate’ σημαίνει ακριβώς ‘άγαμος’, άρα όχι αναγκαστικά και… αγάμητος. Είναι, όταν, για παράδειγμα, συμπληρώνεις στην αίτηση μιας δημόσιας υπηρεσίας το κουτάκι ‘έγγαμος’ ή ‘άγαμος’. Για μας ουσιαστικά σημαίνει 'σύγχρονη μοναξιά'! Γιατί μπορεί ναι μεν να κάνουμε σεξ, αλλά να είμαστε και μόνοι μας. Είναι αυτό το συναίσθημα, όταν γυρνάς σπίτι με κάποιον και ξυπνάς το πρωί και είσαι μόνος. Αυτή είναι η σύγχρονη αγαμία στ' αλήθεια. Όχι η κατά κυριολεξία αγαμία, αλλά η μεταφορική, η μοναξιά, η δυσκολία σύνδεσης. Που νομίζεις ότι είσαι δικτυωμένος και ενώ μιλάς στο facebook, στο myspace, στο twitter ή βγαίνεις έξω, μιλάς με κόσμο, έχεις όλη αυτή την επίφαση της κοινωνικότητας και της επικοινωνίας, στ' αλήθεια όμως μπορεί να είσαι πολύ μόνος. Και φυσικά μπορεί ακόμη και μία παντρεμένη ή μία νύφη να νιώθει αυτή τη μοναξιά. Οι άνθρωποι όσο κι αν διαφέρουμε φαινομενικά στην εμφάνισή μας ή στο τι κάνουμε στη ζωή μας βαθιά μέσα μας όλοι θέλουμε συντροφικότητα και σύνδεση, γιατί όλοι ζούμε τελικά στην ίδια εποχή και έχουμε τις ίδιες ανάγκες.

... παγκόσμιο φαινόμενο δηλαδή;

Ν: Εντάξει, αυτό είναι σχετικό. Η μοναξιά της Αγγλίας είναι σε άλλη κλίμακα, δεν υπάρχει εδώ. Εδώ μπορεί να είναι όλα στραβά κι ανάποδα, αλλά υπάρχουν και δέκα φίλοι. Οι κοινωνίες στο εξωτερικό είναι πιο κατεστραμμένες. Ηλικιωμένοι άνθρωποι πηγαίνουν να μείνουν σε άλλα μέρη, επειδή είναι πολύ πιο φτηνά. Εδώ δε θα το έκανε κανένας ηλικιωμένος άνθρωπος αυτό.

Γι΄ αυτό και δεν έχετε φύγει από την Ελλάδα;

Μ: Δεν υπάρχει λόγος να μένεις σε μία συγκεκριμένη πόλη στην εποχή μας. Μπορείς να μετακινηθείς τόσο εύκολα και να μείνεις κι ένα μήνα έξω. Αν πάνε καλά τα πράγματα στο εξωτερικό, έχει καλώς.

Ν: Αν δεν ήταν η Μαριλένα, εγώ θα είχα φύγει από την Ελλάδα. Subiti (προσθέτει η Μαριλένα και χαμογελάει που την κράτησε τελικά στην Ελλάδα...). Τώρα που φτιάξαμε κάτι που νομίζω μπορεί να πάει κι έξω, μπορούμε να το επιχειρήσουμε μαζί.

Όταν είστε πάνω στη σκηνή παρατηρείτε τον κόσμο από κάτω που χορεύει;

Μ+Ν: Εννοείται. Ειδικά αν χορεύεις πολύ σε βλέπουμε! (γέλια)

...κι έχω την αίσθηση, ότι θέλετε συνεχώς να μεταμορφώνεστε και να αυτοσχεδιάζετε... 

Μ: Ναι, προσέχουμε να φοράμε κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Πολλά από τα ρούχα τα μεταποιούμε εμείς οι ίδιες, σε κάποια βάζουμε stencil, σε άλλα κόβουμε απλά μια γραμμή από πίσω.. Και αυτοσχεδιάζουμε μονίμως! Κινητικά! Και... μουσικά, αν το σκεφτείς (κοιτάει τη Νατάσα), κάπως έτσι γράψαμε το δίσκο μας... Για μας τα live αποτελούσαν και τις πρόβες μας. Δηλαδή, ναι μεν στις πρόβες καταγράφαμε τα κομμάτια και δημιουργούσαμε τη δομή τους, στα live όμως ουσιαστικά τα τελειοποιούσαμε, φτιάχναμε τα μουσικά μοτίβα και τις φόρμες.

Ν: Ναι... το πήραμε λίγο ανορθόδοξα. Αντί να κάνουμε πρώτα το δίσκο και μετά να τον προωθήσουμε στα live, εμείς κάναμε πρώτα τα live και μετά το δίσκο.

...γιατί;

Μ: Ήταν και λίγο ανάγκη, λόγω του ότι μας προβλημάτισε πάρα πολύ το προφίλ της εταιρίας, με την οποία θα συνεργαζόμασταν. Αλλά δε βγήκε σε κακό. Ο δίσκος βγήκε ακριβώς έτσι, όπως τον θέλαμε... από τον ήχο των κομματιών μέχρι τo artwork και την όλη εμφάνιση. Και αυτό οφείλεται και στην Inner Ear, με την οποία επιλέξαμε τελικά να συνεργαστούμε, η φιλοσοφία της οποίας για την εν γένει μουσική βιομηχανία μας εκφράζει κι εμάς πολύ.

Ν: To artwork στο εσώφυλλο είναι μια φωτογραφία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη -σκηνοθέτιδας του Attenberg- , την οποία επιλέξαμε, γιατί είναι κάπως σαν ένα φεμινιστικό σχόλιο με την κιθάρα πάνω στη σιδερώστρα. Και στο νάιλον του CD υπάρχει και το αυτοκόλλητο ‘Berlin Brides’ που μπορείς να το βγάλεις και να το κολλήσεις, όπου θέλεις.  

Μ: Εγώ το έχω κολλήσει στο κινητό μου, γιατί ... ανήκω σ’ αυτό το συγκρότημα! (δείχνοντας μου το κινητό της - γέλια)

Η έμπνευση τελειώνει;

Ν: Λένε ότι για να γράψεις τον πρώτο σου δίσκο έχεις όλη σου τη ζωή, ενώ για τον επόμενο έχεις πολύ λιγότερα αποθέματα. Εγώ το φοβάμαι λίγο αυτό, γιατί έχω περάσει και φάσεις στη ζωή μου που δεν ήμουν δημιουργική, δεν είχα έμπνευση καθόλου. Στιγμές τρελού μπλοκαρίσματος που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Απλά ξέρω ότι μετά από αυτή τη φάση, κάτι θα βγει, γιατί πάντα κάτι βγαίνει.

Μ: Δεν το σκέφτομαι. Αν το σκεφτώ, θα μπλοκάρω κατευθείαν. Οπότε προτιμώ να το πάρω επιπόλαια και επιφανειακά και να θεωρώ δεδομένο, ότι θα μπορώ να συνεχίζω να το κάνω. Δεν μπαίνω καν στη διαδικασία, γιατί αν μπω, μπορεί να καταστραφώ κιόλας.

Στο... Βερολίνο πότε θα παίξετε;

Μ+Ν: Το θέλουμε πάρα πολύ και νομίζουμε, ότι θα πάει καλά η μουσική μας στο Βερολίνο. Προσπαθούμε να το σχεδιάσουμε. Τα πράγματα είναι πιο εύκολα εκεί, υπάρχουν πολλοί χώροι που μπορεί κανείς να οργανώσει μία συναυλία με όχι τόσα πολλά έξοδα, όπως στην Ελλάδα.


Για να τις αποδεσμεύσω, τις ζήτησα να συμπληρώσουν πρώτα...
δύο "αιτήσεις" που είχα ετοιμάσει -μία για την καθεμία.
Δεν έμοιαζαν με αιτήσεις δημόσιας υπηρεσίας, ούτε είχαν κουτάκια με αδιάκριτες ερωτήσεις
τύπου "married or celibate"...

Ήταν κάτι σαν δύο μικρά ψυχογραφήματα,
όπου "έπρεπε" να γράψουν ό,τι τους ερχόταν στο μυαλό,
δίπλα από συγκεριμένες φράσεις ή λέξεις...
                                                  




















More Info for 'Berlin  Brides'


Δέσποινα Γερασιμίδου


Για να διαβάσετε το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στον Rockarolla πατήστε εδώ.

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

"Ενώπιον Θεών και Ανθρώπων"


63ο Φεστιβάλ Καννών - Επίσημο Διαγωνιστικό - Μέγα Βραβείο Κριτικής Επιτροπής  

  Αυτή ήταν η τύχη της ταινίας "Ενώπιον θεών και ανθρώπων" στο φετινό Φεστιβάλ Καννών. Ε, όχι κι άσχημη. Και όχι και αδίκως! Αφού έγινε θέμα του φετινού φεστιβάλ, ίσως βρει εύφορο έδαφος για να γίνει θέμα και της σημερινής Θεσσαλονίκης, της πόλης του Άνθιμου και της χώρας του Λάνθιμου! Τώρα αυτά τα δύο πως μου ήρθαν μαζί.. (;) μόνο με άπειρη φαντασία θα μπορούσαν να συνδυαστούν και σίγουρα όχι μέσα σε ρεαλιστικά πλαίσια.

  Μεταξύ αυτών των δύο άκρων παίζει και ο σκηνοθέτης της ταινίας, Ξαβιέ Μποβουά. Με "ευφάνταστη" φαντασία στο σενάριο και τη σκηνοθεσία προσεγγίζει ένα ρεαλιστικό-πραγματικό γεγονός του παρελθόντος. Όχι του πολύ μακρινού παρελθόντος, μόλις της δεκαετίας του '90. Τότε ήταν που 8 Γάλλοι χριστιανοί μοναχοί στα βουνά του Maghreb, κάπου στην Αφρική βρέθηκαν εν μέσω εμφυλίου πολέμου που ξεκίνησε για θρησκευτικούς λόγους και έπρεπε να διαχειριστούν αφενός την ελευθερία και ουδετερότητά τους και αφετέρου την αγάπη τους για φροντίδα και αλληλεγγύη προς το συνάνθρωπο. Η ταινία μιλάει για την αρμονική ζωή των χριστιανών μοναχών με τους μουσουλμάνους γείτονές τους, τη δυσκολία αποφάσεων σε δύσκολους καιρούς, την εξουσία και την πανανθρώπινη αξία της ελευθερίας.

  Μου έφερε στο μυαλό το... παλαιστινιακό, τους Ταλιμπάν, τις σύγχρονες περιπτώσεις ομηρίας, όπως την για έξι χρόνια όμηρο των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC) Ινγκριντ Μπετανκούρ, αλλά και την ελληνική ταινία 'Μαύρο Λιβάδι' -με τη διαφορά όμως, ότι εδώ δε γίνεται καμιά απολύτως νύξη στο χιλιοειπωμένο θέμα της σεξουαλικότητας των μοναχών-.

  Εκπληκτικές αλλαγές μεταξύ θορύβου και σιωπής και εξαιρετικά πειστικές οι ερμηνείες των ηθοποιών. Ιδιαίτερα στενάχωρο το γεγονός της άδειας αίθουσας του κινηματογράφου, αλλά πολύ ελκυστικό το προσιτό εισιτήριο, ιδιαίτερα, όταν συνδυάζεται με τα κλασικά κόκκινα βελουτέ καθίσματα και την αίσθηση της παλιάς, αλλά καλοδιατηρημένης μεγάλης οθόνης.

  Την προτείνω ανεπιφύλακτα και συνιστώ να τη δείτε σε έναν από τους παλιούς, κλασικούς κινηματογράφους που έχουν απομείνει σ΄ αυτή τη χώρα και εμμένουν πεισματικά να δίνουν κάτι από τα "ζεστά φώτα" τους.

Δέσποινα Γερασιμίδου

Για να διαβάσετε το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στον Rockarolla, πατήστε εδώ.